Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έχει ηθικές

  • 1 βάση

    [-ις (-εως)] η
    1) основание; фундамент; опора;

    στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;

    2) основание, причина, мотив;

    νόμιμη βάση — законное основание;

    επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;

    3) база, основа;

    υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;

    βάση πρώτων υλών — сырьевая база;

    παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;

    βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;

    έχω βάσηбазироваться (на чём-л.);

    4) перен. база, основа, подготовка;

    είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;

    5) воен, база;

    πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;

    ναυτική βάση — военно-морская база;

    αεροπορική βάση — военно-воздушная база;

    6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);

    δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;

    7) ставка;

    τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;

    8) тех станина; шасси;
    9) филос, базис;

    η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;

    10) хим., мат. основание;
    11) анат. основание;

    βάση κρανίου — основание черепа;

    12) πλ. основы;

    βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;

    13) πλ. устои;

    βάσεις της κοινωνίας — устои общества;

    ηθικές βάσεις — нравственные устои;

    έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;

    § βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;

    επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάση

См. также в других словарях:

  • αδίστακτος — και χτος, η, ο (AM ἀδίστακτος, ον) [διστάζω] αρχ. νεοελλ. αυτός που δεν διστάζει για κάτι, δεν έχει δισταγμούς ή αμφιβολίες, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ηθικές αναστολές, ανενδοίαστος, στυγνός αρχ. αυτός για τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… …   Dictionary of Greek

  • ανήθικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ηθικές αρχές, που δεν ακολουθεί τον ηθικό νόμο 2. αυτός που παρουσιάζει ανάρμοστη ερωτική συμπεριφορά, άτομο με ελεύθερα ήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία από τον… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»